κασπό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κασπό ουδέτερο άκλιτο και κασπώ
- είδος γλάστρας χωρίς τρύπα στον πάτο
κασπό ουδέτερο άκλιτο και κασπώ