κασπό

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κασπό < γαλλική cache-pot

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

κασπό ουδέτερο άκλιτο και κασπώ

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]