κατάγομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κατάγομαι < παθητική φωνή του ρήματος κατάγω

κατάγομαι

  1. προέρχομαι από κάποιον τόπο
    ο ποιητής Οδυσσέας Ελύτης καταγόταν από τη Λέσβο
    η πατάτα ως προϊόν κατάγεται από την περιοχή της Ν. Αμερικής
  2. προέρχομαι από κάποια οικογένεια ή φυλή
    κατάγεται από οικογένεια καλλιτεχνική, καθώς και οι δύο του γονείς είναι μουσικοί
    φυλή που κατάγεται από τους Μάγια
  3. αποτελώ εξέλιξη κάποιου πράγματος
    η λέξη "άσπρος" κατάγεται από το λατινικό asper

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]