κατάπλους
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | κατάπλους | οι | κατάπλοι |
γενική | του | κατάπλου | των | κατάπλων |
αιτιατική | τον | κατάπλου & κατάπλουν |
τους | κατάπλους |
κλητική | κατάπλου | κατάπλοι | ||
Ο τύπος της αιτιατικής ενικού σε -ουν, από την αρχαία κλίση. | ||||
Κατηγορία όπως «απόπλους» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κατάπλους < αρχαία ελληνική κατάπλους, κατάπλοος < καταπλέω < κατά + πλέω. Συγχρονικά αναλύεται σε κατά- + πλους
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κατάπλους αρσενικό
- (ναυτικός όρος) η άφιξη πλοίου σε λιμάνι, όρμο, παράλια ή πλωτή εγκατάσταση
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κατάπλους
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
κατάπλους
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'απόπλους' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα κατά- (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ναυτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι ουσιαστικών (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)