κατά κόρον
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Έκφραση[επεξεργασία]
κατά κόρον
- υπερβολικά, μέχρι κορεσμού
- αν και ξεπερασμένη, η τεχνική αυτή χρησιμοποιείται ακόμα κατά κόρον
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κατά κόρον
|