καταβιβάσεως
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]καταβιβάσεως θηλυκό
- (λόγιο) γενική ενικού του καταβίβαση
- εναλλακτικά: καταβίβασης
καταβιβάσεως θηλυκό