καταδίνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καταδίνω < κατα- + δίνω • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ρήμα[επεξεργασία]
καταδίνω
- αποκαλύπτω / καταγγέλλω κάποιον
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
καταδίνω
|