καταθλίψεις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]καταθλίψεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος καταθλίβω
- θα καταθλίψεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος καταθλίβω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]καταθλίψεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του κατάθλιψη