καταθλίψεις

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

καταθλίψεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος καταθλίβω
  2. θα καταθλίψεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος καταθλίβω

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

[επεξεργασία]

καταθλίψεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του κατάθλιψη