κατακελευσμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κατακελευσμός < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κατακελευσμός αρσενικό
- όρος αναφερόμενος στο αρχαίο θέατρο: προτροπή, το κατακελεύειν
- ※ κατακελευσμός (προτροπή του χορού προς τον εαυτό του, προκειμένου να αρχίσει τους αναπαίστους) (Ανθολογία Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας των Θ.Κ. Στεφανόπουλου, Στ. Τσιτσιρίδη, Λ. Αντζουλή, Γ. Κριτσέλη, «ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ: 82. – Ἱππῆς 498-610». www.greek-language.gr. Ανακτήθηκε στις 6 Ιουνίου 2021 [1])
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κατακελευσμός
|
Κατηγορίες:
- Επέκταση (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Θέατρο (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)