κατακοπτά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κατακοπτά < ουδέτερο τύπου *κατακοπτός < κατακόπτω

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

κατακοπτά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. μανικόττι Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].