καταληπτός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καταληπτός < αρχαία ελληνική καταληπτός < καταλαμβάνω < λαμβάνω
Επίθετο[επεξεργασία]
καταληπτός, -ή, -ό
- αυτός που γίνεται εύκολα κατανοητός, που τον αντιλαμβάνεται κανείς με ευκολία
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
καταληπτός