κατανεμημένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κατανεμημένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου κατανέμω
Προφορά[επεξεργασία]
Μετοχή[επεξεργασία]
κατανεμημένος, -η, -ο
- που έχει κατανεμηθεί
- (δίκτυο υπολογιστών) distributed: ο επιμερισμός μιάς λειτουργίας, με την χρήση δικτύου, σε πολλούς ηλεκτρονικούς υπολογιστές, έτσι ώστε να μοιάζει στους χρήστες σαν ένας απλός υπολογιστής