καταπρόσωπα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καταπρόσωπα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική καταπρόσωπα < καταπρόσωπον < αρχαία ελληνική κατά πρόσωπον
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ka;taˈpɾo.so.pa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐τα‐πρό‐σω‐πα
Επίρρημα[επεξεργασία]
καταπρόσωπα
- πάνω στο πρόσωπο κατευθείαν
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
καταπρόσωπα
|
Κατηγορίες:
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επιρρήματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)