καταπόδι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καταπόδι < μεσαιωνική ελληνική καταπόδι(ν) < αρχαία ελληνική κατά πόδας / κατά πόδα
Επίρρημα[επεξεργασία]
καταπόδι
- (λαϊκότροπο) άλλη μορφή του καταπόδας / καταπόδα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
καταπόδι
|