κατασκευαστής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κατασκευαστής < ελληνιστική κοινή κατασκευαστής < αρχαία ελληνική κατασκευάζω
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κατασκευαστής αρσενικό (θηλυκό κατασκευάστρια)
- (επάγγελμα) αυτός που κατασκευάζει κάτι
- (αντικειμενοστρεφής προγραμματισμός) η μέθοδος κατασκευαστής
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη κατασκευάζω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κατασκευαστής
αντικειμενοστρεφής προγραμματισμός
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ποιητής' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Επαγγέλματα (νέα ελληνικά)
- Αντικειμενοστρεφής προγραμματισμός (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)