καταστατό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- καταστατό < (ελληνιστική κοινή) καταστατόν < αρχαία ελληνική καθίστημι
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]καταστατό ουδέτερο
- (γαστρονομία) αμυλάλευρο (ιδίως αυτό που παράγεται από ρύζι)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] καταστατό
|