κατεργάρικος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κατεργάρικος < κατεργάρ(ης) + -ικος
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ka.teɾˈɣa.ɾi.kos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐τερ‐γά‐ρι‐κος
Επίθετο[επεξεργασία]
κατεργάρικος, -η, -ο
Συγγενικά[επεξεργασία]
- κατεργάρικα
- → δείτε τις λέξεις κάτεργο, κατά και έργο