κατιτί
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ka.tiˈti/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐τι‐τί
Αντωνυμία
[επεξεργασία]κατιτί άκλιτο
- (προφορικό) (αόριστη αντωνυμία) άλλη μορφή του κάτι
- ※ Στους χώρους που διάλεξαν αυτοί οι άνθρωποι έχει μείνει κατιτί που σε αλλάζει και σε γεμίζει μ' ένα πνεύμα άγιο.(εφ. Ελευθεροτυπία, 2/4/2009)
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κατιτί
|