κατραμόχαρτο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κατραμόχαρτο ουδέτερο
- το πισσόχαρτο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κατραμόχαρτο
|
κατραμόχαρτο ουδέτερο
|