κατσάβραχο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κατσάβραχο ουδέτερο
- απόκρημνος βράχος
- (στον πληθυντικό) κατσάβραχα: βραχώδης, απόκρημνος τόπος, που είναι δύσβατος
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κατσάβραχο
|