κατσικοπόδαρος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]κατσικοπόδαρος, -η, -ο
- γκαντέμης, κακότυχος, γρουσούζης
- ※ Η κυρία Αρτεμισία έχει την τάση πάντοτε να με θεωρεί υπεύθυνο για όλα. Με λέει κατσικοπόδαρο (Άγγελος Τερζάκης, Μυστική ζωή, στʹ έκδοση αναθεωρημένη. Αθήνα: Βιβλοπωλείον της Εστίας, 1990. ISBN 960-05-0195-5, σ. 67)
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κατσικοπόδαρος
|