κατσούνα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κατσούνα | οι | κατσούνες |
γενική | της | κατσούνας | — | |
αιτιατική | την | κατσούνα | τις | κατσούνες |
κλητική | κατσούνα | κατσούνες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κατσούνα < μεσαιωνική ελληνική κατσούνα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κατσούνα θηλυκό
- (κρητικά) παραδοσιακή μαγκούρα της Κρήτης που χρησιμοποιείται κυρίως από τους βοσκούς, όπως η γκλίτσα, αλλά και γενικότερα ως μπαστούνι
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κατσούνα
|