καυσίμων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
καυσίμων ουδέτερο
- γενική πληθυντικού του καύσιμο
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
καυσίμων
καυσίμων ουδέτερο
καυσίμων