καφεδάκος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο καφεδάκος οι καφεδάκοι
      γενική του καφεδάκου των καφεδάκων
    αιτιατική τον καφεδάκο τους καφεδάκους
     κλητική καφεδάκο καφεδάκοι
Κατηγορία όπως «υπνάκος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
καφεδάκος < καφ(ές) + υποκοριστικό επίθημα -άκος

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

καφεδάκος αρσενικό

  1. υποκοριστικό του καφές
  2. μικρός καφές

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε καφές