καχυποψία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καχυποψία < μεσαιωνική ελληνική καχυποψία < αρχαία ελληνική καχύποπτος
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ka.çi.poˈpsi.a/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
καχυποψία θηλυκό
- το να είναι κάποιος καχύποπτος, η ιδιότητα του καχύποπτου
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη καχύποπτος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)