καϊπώνομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
καϊπώνομαι
- (παρωχημένο, ιδιωματικό) παθητική φωνή του ρήματος καϊπώνω
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Κλίση[επεξεργασία]
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | καϊπώνομαι | καϊπωνόμουν(α) | θα καϊπώνομαι | να καϊπώνομαι | ||
β' ενικ. | καϊπώνεσαι | καϊπωνόσουν(α) | θα καϊπώνεσαι | να καϊπώνεσαι | (καϊπώνου) | |
γ' ενικ. | καϊπώνεται | καϊπωνόταν(ε) | θα καϊπώνεται | να καϊπώνεται | ||
α' πληθ. | καϊπωνόμαστε | καϊπωνόμαστε καϊπωνόμασταν |
θα καϊπωνόμαστε | να καϊπωνόμαστε | ||
β' πληθ. | καϊπώνεστε | καϊπωνόσαστε καϊπωνόσασταν |
θα καϊπώνεστε | να καϊπώνεστε | (καϊπώνεστε) | |
γ' πληθ. | καϊπώνονται | καϊπώνονταν καϊπωνόντουσαν |
θα καϊπώνονται | να καϊπώνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | καϊπώθηκα | θα καϊπωθώ | να καϊπωθώ | καϊπωθεί | ||
β' ενικ. | καϊπώθηκες | θα καϊπωθείς | να καϊπωθείς | καϊπώσου | ||
γ' ενικ. | καϊπώθηκε | θα καϊπωθεί | να καϊπωθεί | |||
α' πληθ. | καϊπωθήκαμε | θα καϊπωθούμε | να καϊπωθούμε | |||
β' πληθ. | καϊπωθήκατε | θα καϊπωθείτε | να καϊπωθείτε | καϊπωθείτε | ||
γ' πληθ. | καϊπώθηκαν καϊπωθήκαν(ε) |
θα καϊπωθούν(ε) | να καϊπωθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω καϊπωθεί | είχα καϊπωθεί | θα έχω καϊπωθεί | να έχω καϊπωθεί | καϊπωμένος | |
β' ενικ. | έχεις καϊπωθεί | είχες καϊπωθεί | θα έχεις καϊπωθεί | να έχεις καϊπωθεί | ||
γ' ενικ. | έχει καϊπωθεί | είχε καϊπωθεί | θα έχει καϊπωθεί | να έχει καϊπωθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε καϊπωθεί | είχαμε καϊπωθεί | θα έχουμε καϊπωθεί | να έχουμε καϊπωθεί | ||
β' πληθ. | έχετε καϊπωθεί | είχατε καϊπωθεί | θα έχετε καϊπωθεί | να έχετε καϊπωθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν καϊπωθεί | είχαν καϊπωθεί | θα έχουν καϊπωθεί | να έχουν καϊπωθεί |
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
καϊπώνομαι
|