κειμήλιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κειμήλιο < αρχαία ελληνική κειμήλιον < κεῖμαι
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κειμήλιο ουδέτερο
- το αντικείμενο που έχει για κάποιον μεγάλη συναισθηματική αξία ώστε να το διατηρεί ως αναμνηστικό
- (θρησκεία) το λείψανο αγίου