κειμενογράφος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κειμενογράφος < κείμεν(ο) + -ο- + -γράφος
- για την πληροφορική < απόδοση για την αγγλική text editor ή την αγγλική word processor
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κειμενογράφος αρσενικό ή θηλυκό
- (επάγγελμα) άνθρωπος που ασχολείται με τη συγγραφή διαφημιστικών κειμένων ή λόγων πολιτικών
- (πληροφορική, μόνο αρσενικό) text editor: λογισμικό που χρησιμοποιείται για τη συγγραφή και σύνταξη κειμένων
- (ειδικότερα) λογισμικό που χρησιμοποιείται για την επεξεργασία αρχείων απλού κειμένου (plain text) τα οποία δεν περιέχουν ειδικούς χαρακτήρες μορφοποίησης όπως ο επεξεργαστής κειμένου
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
άτομο
λογισμικό
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ζωγράφος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά κοινού γένους (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -γράφος (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικές αποδόσεις από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Επαγγέλματα (νέα ελληνικά)
- Πληροφορική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)