κενολογία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κενολογία < ελληνιστική κοινή κενολογία < αρχαία ελληνική κενός + λόγος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κενολογία θηλυκό
- συζήτηση χωρίς ουσιαστικό και συγκεκριμένο περιεχόμενο
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κενολογία