κεντέρι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κεντέρι | τα | κεντέρια |
γενική | του | κεντεριού | των | κεντεριών |
αιτιατική | το | κεντέρι | τα | κεντέρια |
κλητική | κεντέρι | κεντέρια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κεντέρι < (άμεσο δάνειο) τουρκική keder (θλίψη)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ken.deˈɾis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κε‐ντε‐ρί
- παρώνυμο: Κεντέρη (γυναικείο επώνυμο)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κεντέρι ουδέτερο
Συγγενικά[επεξεργασία]
επώνυμα:
Πηγές[επεξεργασία]
- Ορφανός, Βασίλης (2020) Τουρκικά δάνεια στα Ελληνικά της Κρήτης, Propylaeum, Heidelberg University Library 2020 (DOI), download.σελ.1-405.pdf, 1η έκδοση:2014
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τραγούδι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Παρώνυμα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Κρητικά
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)