κεραύνωσις

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική κεραύνωσῐς αἱ κεραυνώσεις
      γενική τῆς κεραυνώσεως τῶν κεραυνώσεων
      δοτική τῇ κεραυνώσει ταῖς κεραυνώσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν κεραύνωσῐν τὰς κεραυνώσεις
     κλητική ! κεραύνωσῐ κεραυνώσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κεραυνώσει
γεν-δοτ τοῖν  κεραυνωσέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κεραύνωσις (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική κεραυνόω / κεραυνῶ + -σις

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

κεραύνωσις, -εως θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]