κεφαλικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κεφαλικός < κεφάλι
Επίθετο
[επεξεργασία]κεφαλικός -ή, -ό
Πολυλεκτικοί όροι
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ιατρική
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]κεφαλικός < κεφαλή
Επίθετο
[επεξεργασία]κεφαλικός
- που ανήκει ή αναφέρεται στην κεφαλή:
- στο κεφάλι
- στο μπροστινό κύριο τμήμα μιας ομάδας
- στους επικεφαλής
- που ανήκει ή αναφέρεται σε έναν ιδιώτη και όχι στο σύνολο ή στο δημόσιο