κεφαλόδεσμος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κεφαλόδεσμος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή κεφαλόδεσμος < αρχαία ελληνική κεφαλή, κεφαλό- + δεσμός
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ce.faˈlo.ðe.zmos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κε‐φα‐λό‐δε‐σμος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κεφαλόδεσμος αρσενικό
- (ενδυμασία) μαντίλι (ή κορδέλα) που δένει κάποιος στο κεφάλι του για πρακτικούς ή διακοσμητικούς λόγους
Συγγενικά[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- κεφαλομάντηλο
- χουντρί (ιδιωματικό)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | κεφαλόδεσμος | οἱ | κεφαλόδεσμοι |
γενική | τοῦ | κεφαλοδέσμου | τῶν | κεφαλοδέσμων |
δοτική | τῷ | κεφαλοδέσμῳ | τοῖς | κεφαλοδέσμοις |
αιτιατική | τὸν | κεφαλόδεσμον | τοὺς | κεφαλοδέσμους |
κλητική ὦ! | κεφαλόδεσμε | κεφαλόδεσμοι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κεφαλοδέσμω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | κεφαλοδέσμοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κεφαλόδεσμος < αρχαία ελληνική κεφαλή, κεφαλό- + δεσμός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κεφαλόδεσμος αρσενικό
Πηγές[επεξεργασία]
- κεφαλόδεσμος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'αντίλαλος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα κεφαλό- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ενδυμασία (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'θρίαμβος' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'θρίαμβος' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'θρίαμβος' αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις προπαροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (ελληνιστική κοινή)
- Παραγωγή λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (ελληνιστική κοινή)
- Λέξεις με πρόθημα κεφαλό- (ελληνιστική κοινή)
- Ελληνιστική κοινή
- Ουσιαστικά (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Ζητούμενα λήμματα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)