κηλιδώδης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κηλιδώδης < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο[επεξεργασία]
κηλιδώδης, -ης, -ες
- (σπάνιο) που εμφανίζει κηλίδες
- (ιατρική) που αφορά ή σχετίζεται με τον κηλιδώδη πυρετό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κηλιδώδης
|