κηπάριο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κηπάριο | τα | κηπάρια |
γενική | του | κηπαρίου & κηπάριου |
των | κηπαρίων |
αιτιατική | το | κηπάριο | τα | κηπάρια |
κλητική | κηπάριο | κηπάρια | ||
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κηπάριο < (ελληνιστική κοινή) κηπάριον < αρχαία ελληνική κῆπος + παραγωγική κατάληξη -άριον
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κηπάριο ουδέτερο
- υποκοριστικό του κήπος
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη κήπος
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κηπάριο
|