κηρύσσω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κηρύσσω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κηρύσσω / κηρύττω

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ciˈɾi.so/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κη‐ρύσ‐σω

κηρύσσω, αόρ.: κήρυξα, παθ.φωνή: κηρύσσομαι, π.αόρ.: κηρύχτηκα/κηρύχθηκα, μτχ.π.π.: κηρυγμένος

  1. γνωστοποιώ επίσημα
  2. (θρησκεία) κάνω κήρυγμα, μιλώντας για το λόγο του θεού

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

→ και δείτε τη λέξη κήρυκας

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κηρύσσω < κῆρυξ • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

κηρύσσω

  1. κηρύσσω
  2. αναγορεύω

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]