κιθαρίζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κιθαρίζω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κιθαρίζω
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ci.θaˈɾi.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κι‐θα‐ρί‐ζω
Ρήμα[επεξεργασία]
κιθαρίζω συνήθως σε ενεστώτα ή παρατατικό (χωρίς παθητική φωνή)
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη κιθάρα
Κλίση[επεξεργασία]
Συνήθως στον ενεστώτα ή παρατατικό
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | κιθαρίζω | κιθάριζα | θα κιθαρίζω | να κιθαρίζω | κιθαρίζοντας | |
β' ενικ. | κιθαρίζεις | κιθάριζες | θα κιθαρίζεις | να κιθαρίζεις | κιθάριζε | |
γ' ενικ. | κιθαρίζει | κιθάριζε | θα κιθαρίζει | να κιθαρίζει | ||
α' πληθ. | κιθαρίζουμε | κιθαρίζαμε | θα κιθαρίζουμε | να κιθαρίζουμε | ||
β' πληθ. | κιθαρίζετε | κιθαρίζατε | θα κιθαρίζετε | να κιθαρίζετε | κιθαρίζετε | |
γ' πληθ. | κιθαρίζουν(ε) | κιθάριζαν κιθαρίζαν(ε) |
θα κιθαρίζουν(ε) | να κιθαρίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κιθάρισα | θα κιθαρίσω | να κιθαρίσω | κιθαρίσει | ||
β' ενικ. | κιθάρισες | θα κιθαρίσεις | να κιθαρίσεις | κιθάρισε | ||
γ' ενικ. | κιθάρισε | θα κιθαρίσει | να κιθαρίσει | |||
α' πληθ. | κιθαρίσαμε | θα κιθαρίσουμε | να κιθαρίσουμε | |||
β' πληθ. | κιθαρίσατε | θα κιθαρίσετε | να κιθαρίσετε | κιθαρίστε | ||
γ' πληθ. | κιθάρισαν κιθαρίσαν(ε) |
θα κιθαρίσουν(ε) | να κιθαρίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω κιθαρίσει | είχα κιθαρίσει | θα έχω κιθαρίσει | να έχω κιθαρίσει | ||
β' ενικ. | έχεις κιθαρίσει | είχες κιθαρίσει | θα έχεις κιθαρίσει | να έχεις κιθαρίσει | ||
γ' ενικ. | έχει κιθαρίσει | είχε κιθαρίσει | θα έχει κιθαρίσει | να έχει κιθαρίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε κιθαρίσει | είχαμε κιθαρίσει | θα έχουμε κιθαρίσει | να έχουμε κιθαρίσει | ||
β' πληθ. | έχετε κιθαρίσει | είχατε κιθαρίσει | θα έχετε κιθαρίσει | να έχετε κιθαρίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν κιθαρίσει | είχαν κιθαρίσει | θα έχουν κιθαρίσει | να έχουν κιθαρίσει |
|
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κιθαρίζω
|
Πηγές[επεξεργασία]
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
κιθαρίζω
- παίζω κιθάρα (την αρχαία κιθάρα)
- (κατ’ επέκταση) παίζω άλλο έγχορδο όργανο (όπως φόρμιγγα
Παράγωγα[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη κιθάρα
Πηγές[επεξεργασία]
- κιθαρίζω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κιθαρίζω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ρήματα χωρίς παθητική φωνή (νέα ελληνικά)
- Ρήματα χωρίς μετοχή παθητικού παρακειμένου (νέα ελληνικά)
- Παρωχημένοι όροι (νέα ελληνικά)
- Χρειάζονται παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ίζω (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ρήματα (αρχαία ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)