κιλότο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κιλότο | τα | κιλότα |
γενική | του | κιλότου | των | κιλότων |
αιτιατική | το | κιλότο | τα | κιλότα |
κλητική | κιλότο | κιλότα | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κιλότο ουδέτερο
- κρέας που προέρχεται από το πίσω μέρος του μοσχαριού και βρίσκεται πάνω από το στρογγυλό και την ουρά και πίσω από το φιλέτο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κιλότο
|