κιλότο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
με μοβ χρώμα φαίνεται η περιοχή από όπου προέρχεται το κιλότο


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κιλότο τα κιλότα
      γενική του κιλότου των κιλότων
    αιτιατική το κιλότο τα κιλότα
     κλητική κιλότο κιλότα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κιλότο < γαλλική culotte

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

κιλότο ουδέτερο

  • κρέας που προέρχεται από το πίσω μέρος του μοσχαριού και βρίσκεται πάνω από το στρογγυλό και την ουρά και πίσω από το φιλέτο

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]