κιμωλία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κιμωλία οι κιμωλίες
      γενική της κιμωλίας των κιμωλιών
    αιτιατική την κιμωλία τις κιμωλίες
     κλητική κιμωλία κιμωλίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κιμωλία < αρχαία ελληνική Κιμωλία γῆ< Κίμωλος

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

κιμωλία θηλυκό

το χέρι με την κιμωλία
  1. λευκό, μαλακό και εύθριπτο ασβεστολιθικό πέτρωμα
  2. ένα κομμάτι από αυτό το πέτρωμα που χρησιμοποιείται για γράψιμο σε μαυροπίνακα

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]