κινηματογραφία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κινηματογραφία < λόγιο ενδογενές δάνειο: cinématographie < cinématographe < αρχαία ελληνική κίνημα + γράφω
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ci.ni.ma.to.ɣɾaˈfi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κι‐νη‐μα‐το‐γρα‐φί‐α
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κινηματογραφία θηλυκό
- η κινηματογραφική τέχνη, η δημιουργία κινηματογραφικών ταινιών
- το σύστημα παραγωγής κι εμπορίας κινηματογραφικών έργων
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις κινηματογράφος, κίνημα, κινώ και γράφω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κινηματογραφία
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)