κιτ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κιτ < (άμεσο δάνειο) αγγλική kit < μέση ολλανδική kitte
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈkit/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κιτ
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κιτ ουδέτερο άκλιτο
- η θήκη με εργαλεία για διάφορες εργασίες καθώς και το σύνολο εργαλείων για μια εργασία
- ↪ κιτ ηλεκτρονικών εξαρτημάτων
- ↪ κιτ φαρμακείου και πρώτων βοηθειών
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τη μέση ολλανδική (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Εργαλεία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)