κλέφτικο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κλέφτικο | τα | κλέφτικα |
γενική | του | κλέφτικου | των | κλέφτικων |
αιτιατική | το | κλέφτικο | τα | κλέφτικα |
κλητική | κλέφτικο | κλέφτικα | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κλέφτικο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου κλέφτικος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κλέφτικο ουδέτερο
- (μουσική) δημοτικό τραγούδι που αναφέρεται στους κλέφτες ή / και τους αρματολούς
- (φαγητά, στον ενικό) είδος φαγητού με ψητό κρέας
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]κλέφτικο