κλαδευτήρι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κλαδευτήρι | τα | κλαδευτήρια |
γενική | του | κλαδευτηριού | των | κλαδευτηριών |
αιτιατική | το | κλαδευτήρι | τα | κλαδευτήρια |
κλητική | κλαδευτήρι | κλαδευτήρια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κλαδευτήρι < κλαδεύω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κλαδευτήρι ουδέτερο
- εργαλείο κηπουρικής για το κλάδεμα των φυτών
- (μεταφορικά) ποδοσφαιριστής που συνηθίζει να κλαδεύει τους αντιπάλους