κλακέρ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κλακέρ < γαλλική claqueur

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

κλακέρ αρσενικό άκλιτο

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]