κλειδοπίνακο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /kli.ðoˈpi.na.ko/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κλει‐δο‐πί‐να‐κο
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κλειδοπίνακο ουδέτερο
- (παρωχημένο) ξύλινο ή μεταλλικό σκεύος ή δοχείο, μέσα στο οποίο μεταφέρονταν φαγητό
- ※ Εκτός από το πρωινό και το βραδινό, που λαμβάνονται στο σπίτι, τα υπόλοιπα γεύματα συνήθως λαμβάνονται στον χώρο εργασίας και προετοιμάζονται από το βράδυ. Είναι κυρίως σε στερεά μορφή, αλλιώς τοποθετούνται σε ειδικά σκεύη (ξύλινα ή μεταλλικά κλειδοπίνακα). (εφ. Καθημερινή, 12.12.2018)
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κλειδοπίνακο
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σίδερο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ο (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)