κλινική
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κλινική | οι | κλινικές |
γενική | της | κλινικής | των | κλινικών |
αιτιατική | την | κλινική | τις | κλινικές |
κλητική | κλινική | κλινικές | ||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κλινική < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κλινική θηλυκό
- ιδιωτικό ίδρυμα περίθαλψης των ασθενών
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
κλινική