κλωνισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κλωνισμός < ουσιαστικό κλώνος + επίθημα -ισμός < αγγλική cloning < μεσαιωνική ελληνική κλῶνος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κλωνισμός αρσενικό
- (βιολογία) η κλωνοποίηση
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη κλωνοποίηση