κοιμίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κοιμίζω < αρχαία ελληνική κοιμίζω

κοιμίζω

  1. κάνω κάποιον να κοιμηθεί
     συνώνυμα: αποκοιμίζω, νανουρίζω, υπνώνω
  2. (μεταφορικά) ηρεμώ κάποιον
     συνώνυμα: καθησυχάζω, καταπραΰνω
  3. αποπροσανατολίζω κάποιον, τον παραπλανώ για να μην αντιληφθεί ένα πρόβλημα
    Η υποκουλτούρα διοχετεύεται από την εξουσία για να κοιμίζει το λαό. (από την εφημερίδα ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ, 1 Οχτώβρη 2003)
  4. (προφορικό) χορηγώ σε κάποιον αναισθητικό πριν από χειρουργική επέμβαση
    οι συγγενείς του αρρώστου ρωτούσαν αν οι γιατροί θα κοιμίσουν τον άνθρωπό τους για να τον χειρουργήσουν

Συγγενικά

[επεξεργασία]
→ δείτε τη λέξη  κοιμάμαι

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]