κοιμητήριο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κοιμητήριο < ελληνιστική κοιμητήριον < κοιμῶμαι
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κοιμητήριο ουδέτερο
- το νεκροταφείο
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη κοιμάμαι