κοινολογώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κοινολογώ < αρχαία ελληνική κοινολογέομαι / κοινολογοῦμαι < κοινός + λέγω

κοινολογώ (παθητική φωνή: κοινολογούμαι)

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]