κοινωνισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κοινωνισμός < κοινων(ία) + -ισμός, (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική socialisme· (μαρτυρείται από το 1833, τον Απρίλιο)[1]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κοινωνισμός αρσενικό
- (παρωχημένο, ιδεολογία, πολιτική) ο σοσιαλισμός
- ※ […] την εποχή του Παπαρρηγοπούλου ο όρος «σοσιαλισμός» δεν είχε καθιερωθεί ακόμη στην Ευρώπη και γι' αυτό χρησιμοποιεί τον όρο «κοινωνισμός». Ο κοινωνισμός του Πλήθωνος λοιπόν αποτελεί για τον Παπαρρηγόπουλο ένα περίεργο πρωθύστερο ή προδρομικό φαινόμενο, το όποιο μάλιστα προσπαθεί να το συνδέσει με τα ρεύματα της «φυσιοκρατίας» στην Ευρώπη
- Λίνος Μπενάκης, «Ο Πλήθων στην νεοελληνική σκέψη και έρευνα (1900-1975)», Διεθνής Επιστημονική Εταιρεία Πληθωνικών και Βυζαντινών Μελετών: τόμος Πρακτικά Διεθνούς Συνεδρίου αφιερωμένου στον Πλήθωνα και την εποχή του, επιμέλεια: Λ. Μπενάκης & Χρήστος Μπαλόγλου. Αθήνα - Μυστράς, 2003, ISBN 960-87144-1-9), σ. 35
- ※ […] την εποχή του Παπαρρηγοπούλου ο όρος «σοσιαλισμός» δεν είχε καθιερωθεί ακόμη στην Ευρώπη και γι' αυτό χρησιμοποιεί τον όρο «κοινωνισμός». Ο κοινωνισμός του Πλήθωνος λοιπόν αποτελεί για τον Παπαρρηγόπουλο ένα περίεργο πρωθύστερο ή προδρομικό φαινόμενο, το όποιο μάλιστα προσπαθεί να το συνδέσει με τα ρεύματα της «φυσιοκρατίας» στην Ευρώπη
Παράγωγα[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κοινωνισμός
|
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ H πρώτη απόδοση του socialisme ως κοινωνισμού πιστώνεται στον Φραγκίσκο Πυλαρινό, επτανήσιο οπαδό του Γάλλου ουτοπικού σοσιαλιστή Σαιν-Σιμόν, κατά τον επικήδειο που εκφώνησε για τον Κοραή στο Παρίσι. Βλ. Φίλιππος Ηλιού, Ιδεολογικές χρήσεις του κοραϊσμού στον 20ό αιώνα (Αθήνα: Ο Πολίτης, 1989), σσ. 68-69.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ισμός (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Παρωχημένοι όροι (νέα ελληνικά)
- Πολιτική (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)